- ακυανοψία
- Μορφή δυσχρωματοψίας κατά την οποία εκείνοι που πάσχουν από αυτήν δεν έχουν φυσιολογική αντίληψη του κυανού χρώματος. Τα άτομα αυτά αποτελούν το 1% των διχρωματόπων, των ανθρώπων δηλαδή που αναγνωρίζουν μόνο τα δύο από τα τρία βασικά χρώματα.
* * *η Ιατρ.ειδική μορφή χρωματικής τύφλωσης, που συνίσταται σε αδυναμία αναγνώρισης των τόνων τού κυανού χρώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < acyanopsia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < α- στερητ. + κυανούς (-ός) + -οψία < όψις (-η) «όραση»].
Dictionary of Greek. 2013.